- πιτυστεπτος
- πιτύστεπτοςπῐτύ-στεπτος2увенчанный пинией, в венке из веток пинии
(Πάν Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Πάν Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πιτύστεπτος — pine crowned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτύστεπτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος] … Dictionary of Greek
πιτυστέπτοιο — πιτύστεπτος pine crowned masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)